- οἰκωφελίη
- οἰκ-ωφελίη (ϝοῖκος, ὀφέλλω): bettering one's estate, thrift, Od. 14.223†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
οἰκωφελίη — οἰκωφελία increase of the household or estate fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικωφελία — οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [οικωφελής] οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνη («δῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek